τριχουνιαῖος
From LSJ
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
English (LSJ)
α, ον, = τρίχους, χύτρα Dsc. 2.76.12.
{{LSJ1 |Full diacritics=τρῐχουνιαῖος |Medium diacritics=τριχουνιαῖος |Low diacritics=τριχουνιαίος |Capitals=ΤΡΙΧΟΥΝΙΑΙΟΣ |Transliteration A=trichouniaîos |Transliteration B=trichouniaios |Transliteration C=trichouniaios |Beta Code=trixouniai=os |Definition=α, ον, = τρίχους (holding three χόες, [[measure of three χόες), χύτρα Dsc. 2.76.12. }}
Greek (Liddell-Scott)
τρῐχουνιαῖος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., εἰς χύτραν κεραμέαν τριχουνιαίαν καινὴν κάθες αὐτὰ καὶ τὸ στέαρ Διοσκ. 2. 91, ἀμφίβολ.
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
τρίχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίχοον / -ουν + κατάλ. -ιαῖος].
German (Pape)
drei χοῦς enthaltend, Diosc., l.d.