Γναθώνειος
From LSJ
διὸ πᾶσαι αἱ τέχναι καὶ αἱ ποιητικαὶ ἐπιστῆμαι δυνάμεις εἰσίν → hence all arts, i.e. the productive sciences, are potencies
English (LSJ)
ον, like a Γνάθων, Plu. 2.707e.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
digne d’un Gnathôn, càd d’un parasite.
Spanish (DGE)
-ου
gnatónico, propio de un Gnatón, e.e. de un parásito ἀναλεύθερον εὖ μάλα καὶ Γναθώνειον Plu.2.707e.
Russian (Dvoretsky)
Γνᾰθώνειος: гнатоновский, прихлебательский (ἀνελεύθερος καὶ Γ. Plut.).