πολλαπλοῦς
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
ῆ, οῦν, contr. for πολλαπλόος.
French (Bailly abrégé)
ῆ, οῦν :
1 multiple;
2 fig. qui prend toutes sortes de formes, artificieux.
Étymologie: πολύς, -πλοος.
German (Pape)
πολλαπλῆ, πολλαπλοῦν, zusammengezogen aus πολλαπλόος.