χειρόβλητον
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
τό, glossed by δράγματα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1345] τό, = χειρόβολον, Hesych.
Greek Monolingual
τὸ, Α
χειρόβλημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + βλητός (< βάλλω), πρβλ. κεραυνόβλητος].