προσυπόκειμαι

From LSJ
Revision as of 10:40, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσυπόκειμαι Medium diacritics: προσυπόκειμαι Low diacritics: προσυπόκειμαι Capitals: ΠΡΟΣΥΠΟΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: prosypókeimai Transliteration B: prosypokeimai Transliteration C: prosypokeimai Beta Code: prosupo/keimai

English (LSJ)

Pass.,
A lie under besides, v.l. for προϋπόκειμαι in Gal.UP3.8.
2 to be mortgaged besides, OGI46.17 (Halic., iii B.C.).
3 to be assumed besides, Gal. 6.246, 10.351.

Greek (Liddell-Scott)

προσυπόκειμαι: Παθ., ὑπόκειμαι προσέτι, Γαλην.

Greek Monolingual

Α
1. υπόκειμαι επί πλέον
2. υποθηκεύομαι επί πλέον
3. λαμβάνομαι ως επί πλέον υπόθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὑπόκειμαι «βρίσκομαι από κάτω, υποθηκεύομαι, τίθεμαι ως βάση υπόθεσης ή συλλογισμού»].