διαμφοδέω
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
English (LSJ)
miss the right ἄμφοδος, Eust.789.54: metaph., miss the right way (in a question), S.E.M.9.31, cf. Hsch. s.v. ἀμφαλλάξαι.
German (Pape)
[Seite 591] sich (auf dem Scheidewege) verirren, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
διαμφοδέω: χάνω τὴν ὀρθὴν ἄφοδον, Εὐστ. 789. 54· χάνω τὴν εὐθεῖαν ὁδὸν (ἔν τινι ζητήματι), ἀποπλανῶμαι, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 34.
Spanish (DGE)
equivocarse de camino, extraviarse Apollon.Lex.22, Hsch.α 205, Eust.789.54
•fig. errar, equivocarse S.E.M.9.31.
Russian (Dvoretsky)
διαμφοδέω: досл. сбиваться с пути, перен. заблуждаться Sext.