μονοκέφαλος

From LSJ
Revision as of 15:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοκέφᾰλος Medium diacritics: μονοκέφαλος Low diacritics: μονοκέφαλος Capitals: ΜΟΝΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: monoképhalos Transliteration B: monokephalos Transliteration C: monokefalos Beta Code: monoke/falos

English (LSJ)

ον, A one-headed, σκόρδον Dsc.2.152; σφῦρα Hsch. s.v. ῥαιστήρ.

German (Pape)

[Seite 203] einköpfig, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μονοκέφᾰλος: -ον, ὁ μίαν μόνον κεφαλὴν ἔχων, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μονοκέφαλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ένα μόνο κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- -κέφαλος (< κεφαλή) (πρβλ. πολυ-κέφαλος)].