μείλιξις
From LSJ
ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις → silence, you see, is an answer for the wise (Menander)
English (LSJ)
εως, ἡ, propitiation, Anon. ap. Suid. s.v. μειλίγμασιν.
Greek (Liddell-Scott)
μείλιξις: ἡ, (μειλίσσω) ἐξιλέωσις, καταπράϋνσις, Σουΐδ. ἐν λ. μειλίγμασιν.
Greek Monolingual
μείλιξις, -εως, ἡ (Α) μειλίσσω
εξιλέωση, καταπράυνση.