ἐγκολάπτω

Revision as of 16:00, 20 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " LXX " to " LXX ")

English (LSJ)

A cut or carve upon stone, ἐ. γράμματα ἐς τὸν τάφον Hdt.1.187, cf. IG12.313.166; ἐν τᾷ στάλᾳ ib. 12(1).694.9 (Camirus); τύποι ἐν πέτρῃσι ἐγκεκολαμμένοι, γράμματα ἐν λίθῳ ἐγκ., Hdt.2.106, 136, al., cf. LXX 3 Ki.6.33(35); ἐπὶ τρίποσι Hdt.5.59; ἐπὶ πίνακος Suid. s.v. βοῦς ἕβδομος; εἰς τὸ μέτωπον Plu.Per.21: metaph., [νόμους] ἡ φύσις κατὰ μέσης ἐνεκόλαψε τῆς ψυχῆς Lib.Decl.43.49.

German (Pape)

[Seite 709] eingraben, einschneiden, ἐνεκόλαψε ἐς τὸν τάφον γράμματα Her. 1, 187, wie Plut. Pericl. 21; ἐν πέτρῃσι ἐγκεκολαμμένος Her. 2, 106; 136; ἐπὶ τρίποσι 5, 59, wie Luc. Zeux. 11; auch τινί, καί σφι γράμματα ἐνεκεκόλαπτο Her. 1, 93; D. Cass. 60, 6; ἐπί τινος, in der Überschrift des Ep. ad. 2291, (App. 311), u. a. Sp.; auch κατά τινος, Liban.; – ἐγκολαπτός, eingegraben, ἱστορία ἐν ἐκπώμασιν Ath. XI, 781 e, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκολάπτω: μέλλ. -ψω, κολάπτω, σκαλίζω ἐπὶ λίθου (κυρίως οὐχὶ ἐπὶ λεπτῆς ἐργασίας οἵα ἦν ἡ τῶν ἐγγλύφων), ἐγκ. γράμματα ἐς τὸν τάφον Ἡρόδ. 1. 187· γράμματα ἐν πέτρῃσι, ἐν λίθῳ ἐγκεκολαμμένα ὁ αὐτ. 2. 106, 136, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τρίποσι ὁ αὐτ. 5. 59· ἐπὶ πίνακος Ἀνθ. Π. παράρτ. 311 (ἐν τῇ ἐπιγραφ.)· εἰς τὸ μέτωπον Πλουτ. Περικλ. 21· κατά τινος Λιβάν.

French (Bailly abrégé)

graver en creux, graver : τί τινι, ἔν τινι, ἐπί τινι, εἴς τι graver qch sur (une pierre, un monument, etc.).
Étymologie: ἐν, κολάπτω.

Spanish (DGE)

grabar a escoplo textos o relieves, esp. sobre piedra o superficie de metal, gener. c. giro prep., excep. c. dat.:
a) sobre piedra γράμματα IG 13.386.166 (V a.C.), ἐς τὸν τάφον γράμματα λέγοντα τάδε· Hdt.1.187, τό τε ψήφισμα τόδε καὶ τὸν στέφανον ... εἰς στήλην IEryth.114.28 (II a.C.), cf. IPh.144.5 (I a.C.), τὰς κτοίνας ... ἐν τᾷ στάλᾳ Tit.Cam.109.9 (III a.C.), cf. IG 11(2).148.68 (III a.C.), en v. pas. γράμματα ἐν λίθῳ ἐγκεκολαμμένα λέγοντα τάδε Hdt.2.136, cf. Erot.Fr.Pap.Nect.3.21, τύποι ἐν πέτρῃσι Hdt.2.106, εἰς πέτραν ... οὗ τρίπους ἐνκεκόλαπται FD 4.280C.30 (II a.C.), cf. IG 5(1).1431.19 (Mesene I d.C.), στήλας λιθίνας ἐκκεκολαμμένας (l. ἐγκ-) τοῖς θ' ἑλληνικοῖς ... γράμμασιν IFayoum 152.34 (I a.C.), αἱ διαδοχαὶ ταῖς δημοσίαις ... κύρβεσιν Synes.Ep.41 (p.63), cf. Ast.Am.Hom.8.28.3;
b) sobre bronce τῶν Λακεδαιμονίων ἣν ἔδωκαν αὐτοῖς προμαντείαν εἰς τὸ μέτωπον ἐγκολαψάντων τοῦ χαλκοῦ λύκου Plu.Per.21, ἔπι τε τῷ τροπαίῳ ... ἐλέφαντα Luc.Zeux.11, en v. pas. γράμματα ... ἐπὶ τρίποσι τρισὶ ἐγκεκολαμμένα Hdt.5.59;
c) sobre madera, figuras en relieve, LXX 3Re.6.32, cf. 35, σήματα ... ἐγκεκολαμμένα πίνακι πτυκτῷ Eust.632.61;
d) fig. οὓς (νόμους) ἡ φύσις αὐτὴ κατὰ μέσης ἐνεκόλαψε τῆς ψυχῆς Lib.Decl.43.49, ἐν καρδίαις αὐτὰς (Γραφάς) Chrys.M.59.187, en v. pas. ἀπορρυπτόμενοι σπίλους τοὺς ἐν τοῖς στάθεσιν ἁμῶν ἐγκεκολαμμένους Pythag.Ep.2.2, cf. Chrys.M.53.60.

Greek Monolingual

(AM ἐγκολάπτω)
χαράζω, σκαλίζω.

Greek Monotonic

ἐγκολάπτω: μέλ. -ψω, περικόπτω, σκαλίζω πάνω σε πέτρα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐγκολάπτω: вырубать, высекать, вырезать (γράμματα ἐς τὸν τάφον, ἐν λίθῳ и ἐπὶ τρίποσι Her.; προμαντείαν εἴς τι Plut.).

Middle Liddell

fut. ψω
to cut or carve upon stone, Hdt.