στυππειουργός
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
English (LSJ)
ὁ, written στυππεουργός, A tow-worker, PCair.Zen. 489.12 (iii B.C.); also written στιππυουργός, στιπεουργός, στιππουργός, στιπουργός (qq.v.).
Greek Monolingual
και στυππεουργός και στιππυουργός και στιπεουργός και στιπ- (π)ουργός και σιππουργός, ὁ, Α
κατασκευαστής σχοινιών ή υφασμάτων από λινάρι ή καννάβι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στυππεῖον + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός].
Greek Monolingual
και στυππεουργός και στιππυουργός και στιπεουργός και στιπ- (π)ουργός και σιππουργός, ὁ, Α
κατασκευαστής σχοινιών ή υφασμάτων από λινάρι ή καννάβι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στυππεῖον + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός].