καταπάλμενος
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
English (LSJ)
καταπηδήσας, Hsch.; of a waterfall, AP9.326 cod. (Leon.): nisi leg. κατεπ-, v. κατεφάλλομαι.
Greek Monolingual
καταπάλμενος, ὁ (Α)
1. (ποιητ. τ.) (για καταρράκτη) αυτός που πηδά ή χύνεται προς τα κάτω
2. (κατά τον Ησύχ.) «καταπάλμενος
καταπηδήσας».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί κατεφάλμενος < κατεφάλλομαι].