ευεξία

Revision as of 14:55, 18 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐεξία) ευεκτός
η καλή κατάσταση του σώματος, η καλή κατάσταση της υγείας («εὐεξία τῶν σωμάτων καὶ καχεξία», Πλάτ.)
νεοελλ.
η καλή οικονομική κατάσταση, η υλική ευημερία
αρχ.
η επιδεξιότητα, η ικανότηταεὐεξία ἐν τοῖς πολεμικοῖς», Πολ.).