Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πτερώ

From LSJ
Revision as of 14:46, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11

Greek Monolingual

πτερῶ, -όω, (ΝΜΑ πτερόν
νεοελλ.
φρ. «πτέρωσον»
ναυτ. παράγγελμα προς τους κωπηλάτες να φέρουν τα κουπιά σε οριζόντια θέση ακινησίας
μσν.-αρχ.
1. δίνω φτερά σε κάποιον, κάνω κάποιον φτερωτό (α. «ἔπειτα δ' ὅπως φρονίμως πρὸς ἄνδρ' ὁρῶν πτερώσεις», Αριστοφ
β. «οὐ γὰρ πτεροῦται πρὸ τοσούτου χρόνου», Πλάτ.)
2. εξεγείρω, ξεσηκώνω (α. «λόγοισι τἄρα καὶ πτεροῦνται», Αριστοφ
β. «ἐπαρθῆναι καὶ πτερωθῆναι πρὸς τὴν τοῦ πολέμου ἐπιθυμίαν», Λουκιαν.)
αρχ.
(για πλοίο) υψώνω τα κουπιά έτοιμος να τα βυθίσω στο νερό (α. «αἱ δὲ νῆες... ἐπτερωκοῖαι πρὸς τὴν ἐμβολήν», Πολ.
β. «πίτυλος ἐπτερωμένος», Ευρ.).