ῥάπα
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
τὴν καλάμην, καὶ τοὺς ἐν αὐτῇ αὐλοῦντας ῥαπαύλους, Hsch. (ῥαπατὴν κ. and ῥαπάλους cod.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥάπα: ἡ, = τῷ Λατ. rapa, = γογγυλίς, Διοσκ. 2. 134.
Greek Monolingual
(I)
Α
(κατά τον Ησύχ.) «τὴν καλάμην καὶ τοὺς ἐν αὐτῇ αὐλοῦντας ῥαπαύλους».
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλος τ. της λ. ῥάπυς(βλ. και λ. ράφανος)].
(II)
η, Ν
το φυτό ρέβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. rapa (βλ. και λ. ράφανος)].