ράφανος
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
Greek Monolingual
ο / ῥάφανος, ἡ, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥέφανος Α
η ραφανίδα
μσν.-αρχ.
1. το φυτό κράμβη
2. φρ. «ῥάφανος ἀγρία»
α) η άγρια κράμβη
β) η αγριοραφανίδα, η λαψάνα
γ) το φυτό ευφόρβιο το απιοειδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχ. ονομασία για το γογγύλι, η οποία χρησιμοποιήθηκε αργότερα και για άλλα φυτά όπως το ρεπάνι ή το λάχανο και αντικαταστάθηκε τελικά από τον νεώτερο όρο γογγυλίς (< γογγύλος). Πρόκειται για δάνεια λ. όπως άλλωστε φανερώνει και η ποικιλία μορφών με τις οποίες απαντά (πρβλ. ῥάφυς / ῥάπυς, νεοελλ. ραπάνι / ρεπάνι). Η λ. απαντά και στην ΙΕ με τη μορφή rāp-/rĕp- «γογγύλι» καθώς και στις διάφορες ΙΕ γλώσσες με ποικίλες μορφές (πρβλ. λατ. rāpum «γογγύλι», αρχ. σλαβ. rěpa, αρχ. άνω γερμ. ruoba, γερμ. Rube, γαλλ. rave), και πρέπει μάλλον να έχει προέλθει από κάποια λ., άγνωστης προέλευσης, η οποία παρουσίαζε ευρεία διάδοση. Στην υπόθεση αυτή μάς οδηγεί η απουσία στον ελλ. τ. του αναμενόμενου προθεματικού φωνήεντος, το οποίο απαντά συνήθως σε ελλ. λέξεις που προέρχονται από ΙΕ ρίζες που αρχίζουν από r- χωρίς αρκτικό F- ή s- (πρβλ. ἐ-ρυθρός < ΙΕ ρίζα rubh-, ἐ-ρέφω < ΙΕ ρίζα rebh-, βλ. και λ. ῥέζω [II]). Ο ελλ. τ. ῥάφανος/ ῥέφανος διαφοροποιείται επιπλέον από τους υπόλοιπους σχετικούς τ. και εμφανίζει βραχύ φωνήεν (-ă-/-ĕ-), δασύ σύμφωνο –φ και επίθημα -ανο-ς, το οποίο απαντά και σε άλλα ον. φυτών (πρβλ. λάχ-ανο-ν, πήγανο-ν, πλάτ-ανο-ς)].