μονοκάλαμος

From LSJ
Revision as of 18:42, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοκάλᾰμος Medium diacritics: μονοκάλαμος Low diacritics: μονοκάλαμος Capitals: ΜΟΝΟΚΑΛΑΜΟΣ
Transliteration A: monokálamos Transliteration B: monokalamos Transliteration C: monokalamos Beta Code: monoka/lamos

English (LSJ)

ον, A with a single stalk or stem, Thphr.HP8.4.3, 8.9.2. II with a single reed or pipe, Ath.4.184a.

German (Pape)

[Seite 203] einhalmig, einstengelig, σῦριγξ, Ath. IV, 184 a, im Gegensatz der πολυκάλαμος.

Greek (Liddell-Scott)

μονοκάλᾰμος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ἑνὸς καλάμου ἢ αὐλοῦ, Ἀθήν. 184Α.

Greek Monolingual

μονοκάλαμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ένα μόνο καυλό ή στέλεχος
2. αυτός που σύγκειται από ένα μόνο καλάμι («τὴν μονοκάλαμον σύριγγα Ἕρμῆν εὑρεῖν», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κάλαμος].