δωρικός

From LSJ
Revision as of 14:45, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῦν " to "οῦν")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533

German (Pape)

[Seite 695] dorisch, Her. u. Att. die gew. Form.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δωρικός, -ή, -όν
Α και δωριακός, -ή, -όν)
1. αυτός που αναφέρεται ή ταιριάζει στους Δωριείς («δωρική απλότητα, λιτότητα, αδρότητα κ.λπ.», «ἁπλοῦντε καὶ δωρικόν»)
2. (για τόπο) αυτός που ανήκει σε Δωριείς·