φρύνος

From LSJ
Revision as of 17:23, 5 October 2024 by lsj>Spiros

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source

Greek Monolingual

ο / φρῦνος, ΝΜΑ, και φροῦνος Μ, και φρῦνος, ἡ, Α
βάτραχος
νεοελλ.
ζωολ. γενική κοινή ονομασία συνήθως μεγαλόσωμων άνουρων αμφιβίων, πολύ συγγενικών με τους βατράχους, τα οποία όμως, σε αντιδιαστολή προς αυτούς, έχουν τραχύ και ξηρό δέρμα, καλυμμένο συχνά από φύματα με δηλητηριώδεις αδένες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φρύνη.