Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κουριώ

From LSJ
Revision as of 15:16, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῦν[[" to "οῦν [[")

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.

Greek Monolingual

κουριῶ, -άω (Α)
1. έχω ανάγκη από κούρεμα (α. «ὁ γοῦν πώγων μάλα τραγικὸς ἦν ἐς ὑπερβολὴν κουριῶν», Λουκιαν.
β. «ἐν χρῷ κουριᾱν», Φερεκρ.)
2. έχω απεριποίητα, ατημέλητα μαλλιά ή γένεια («ὁ κουριῶν τὸ γένειον», Αλκίφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουρά + επίθημα -ιάω / -ιῶ που απαντά συν. σε ρ. που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. ιλιγγ-ιώ, λεπρ-ιώ)].