πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
κεραμεοῦς, -ᾶ, -οῦν (Α) κέραμοςαυτός που έχει κατασκευαστεί από κέραμο, κεράμειος, πήλινος.