τεθρυμμένως

From LSJ
Revision as of 12:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεθρυμμένως Medium diacritics: τεθρυμμένως Low diacritics: τεθρυμμένως Capitals: ΤΕΘΡΥΜΜΕΝΩΣ
Transliteration A: tethrymménōs Transliteration B: tethrymmenōs Transliteration C: tethrymmenos Beta Code: teqrumme/nws

English (LSJ)

Adv., (θρύπτω) A wantonly, effeminately, Plu.2.801a.

German (Pape)

[Seite 1079] adv. part. perf. pass. vou θρύπτω, weichlich, schwelgerisch, Plut. reip. ger. praec. 4.

Greek (Liddell-Scott)

τεθρυμμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ θρύπτω, μαλθακῶς, θηλυπρεπῶς, ἡδυπαθῶς, τοῖς ἀσελγῶς καὶ τεθρυμμένως ζῶσιν Πλούτ. 2. 801Α.

French (Bailly abrégé)

adv.
mollement, d'une manière efféminée.
Étymologie: τέθρυμμαι.

Greek Monolingual

Α
επιρρ. με θηλυπρεπή τρόπο («τοῖς ἀσελγῶς καὶ τεθρυμμένως ζῶσιν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεθρυμμένος, μτχ. μέσ. παρακμ. του ρ. θρύπτω + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Russian (Dvoretsky)

τεθρυμμένως: [от part. pf. pass. к θρύπτω в неге, среди роскоши (ζῶντες Plut.).