πετραίος

From LSJ
Revision as of 13:42, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑαι" to "αῖαι")

πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure

Source

Greek Monolingual

-αία, -ον, θηλ. και -αίη, Α πέτρα
1. αυτός που ανήκει στην πέτρα, στον βράχο (α. «σκιὴ πετραία», Ησίοδ.
β. «ἠχὼ πετραία», Κωμ. Αδ.)
2. εκείνος που ζει στις πέτρες, στους βράχους (α. «Σκύλλην πετραίην», Ομ. Οδ. β. «ὄρνις πετραῖος», Αισχύλ. γ. «Νύμφαι πετραῖαι», Ευρ.
δ. «συκῆ πετραίη», Αρχίλ.)
2. πέτρινος (α. «τάφος πετραῖος», Σοφ.
β. «πετραίαν στέγην», Ευρ.
γ. «πετραῑα ἄντρα», Απολλ. Ρόδ.)
3. (για τόπους) βραχώδης, πετρώδηςπετραία Σκύρος», Σοφ.)
4. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Πετραῖος
προσωνυμία του Ποσειδώνος στη Θεσσαλία
5. το θηλ. ως ουσ.πετραία
η κάππαρη
6. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ πετραῖον
α) το φυτό ασπάραγος
β) το φυτό πετροσέλινο
7. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πετραῑα
τα πετρόψαρα.