εύωρος

From LSJ
Revision as of 09:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source

Greek Monolingual

(I)
εὔωρος, -ον (Α)
αμελής, αδιάφορος για κάτι
2. ώριμος («εὔωρος γάμου», Σοφ.)
3. αυτός που βρίσκεται σε ευωρία, σε ωραία εποχή, σε καλή ώρα
4. (κατά τον Ησύχ.) «εὔωρος γῆ, ἡ τὰ ὡραία ἔχουσα», καρποφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εύ + ὤρα «φροντίδα» (πρβλ. ολίγ-ωρος)].
(II)
εὔωρος, -ον (Α)
1. ώριμος («εὔωρος γάμου», Σοφ.)
2. αυτός που βρίσκεται σε ωραία εποχή, σε καλή ώρα
3. (κατά τον Ησύχ.) «εὔωρος γῆ, ἡ τὰ ὡραῖα ἔχουσα», καρποφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εύ + -ωρος (< ώρα), πρβλ. ά-ωρος, πρό-ωρος].