εὔωρος
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
English (LSJ)
εὔωρον, (ὤρα)
A careless, neglectful, οὐδέ τοι εὔωροι θυέων Euph. 129.
II (ὥρα) εὔωρος γῆ fruitful land, Hsch.; εὔωρος γάμος, Lat. maturae nuptiae, S.Fr.200.
German (Pape)
[Seite 1111] 1) (ὥρα) zur rechten Zeit, γάμος, in der Blüte der Jahre, Soph. frg. 200; – γῆ, fruchtbares Land, Hesych. – 2) (ὤρα), sorglos, unbekümmert, θυέων Euphor. frg. 102.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
qui ne prend pas soin de, qui néglige.
Étymologie: εὖ, ὤρα, par antiphrase selon Hésych.
2ος, ον :
qui se fait dans la juste saison, mûr.
Étymologie: εὖ, ὥρα.
Ant. ἄωρος.
Russian (Dvoretsky)
εὔωρος: досл. своевременный, перен. созревший (γάμος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔωρος: -ον, (ὥρα) ὀλίγωρος, ἀμελής, ἀδιάφορος, τινος, περί τινος, Εὔφορ. 102. ΙΙ. (ὥρα) εὔωρος γῆ, καρποφόρος, «ἡ τὰ ὡραῖα ἔχουσα» Ἡσύχ.· εὔωρος γάμου, ὥριος, Λατ. maturae nuptiae, Σοφ. Ἀποσπ. 200.
Greek Monolingual
(I)
εὔωρος, -ον (Α)
αμελής, αδιάφορος για κάτι
2. ώριμος («εὔωρος γάμου», Σοφ.)
3. αυτός που βρίσκεται σε ευωρία, σε ωραία εποχή, σε καλή ώρα
4. (κατά τον Ησύχ.) «εὔωρος γῆ, ἡ τὰ ὡραία ἔχουσα», καρποφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εύ + ὤρα «φροντίδα» (πρβλ. ολίγωρος)].
(II)
εὔωρος, -ον (Α)
1. ώριμος («εὔωρος γάμου», Σοφ.)
2. αυτός που βρίσκεται σε ωραία εποχή, σε καλή ώρα
3. (κατά τον Ησύχ.) «εὔωρος γῆ, ἡ τὰ ὡραῖα ἔχουσα», καρποφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εύ + -ωρος (< ώρα), πρβλ. άωρος, πρόωρος].
Greek Monotonic
εὔωρος: -ον (ὤρα), αμελής, αδιάφορος, τινος, για κάτι.
Middle Liddell
εὔ-ωρος, ον [ὤρα]
careless, τινος about a thing.
Translations
fruitful
Basque: emankor; Bulgarian: плодовит, плодотворен; Danish: frugtbar; Dutch: vruchtbaar; Esperanto: fruktoporta; Estonian: viljakas; Finnish: viljava, antoisa; French: fructueux; German: fruchtbar; Greek: καρποφόρος; Ancient Greek: ἀρόσιμος, αὐξητικός, βαθύσπορος, γόνιμος, ἔγκαρπος, ἐνάρετος, ἐπίκαρπος, ἐπίτεκνος, ἐπίτοκος, εὔκαρπος, εὔσταχυς, εὔφορος, εὐώδιν, εὔωρος, ζείδωρος, καλλίκαρπος, κάρπιμος, καρποτελής, καρποφόρος, λιπαρός, μητρίδιος, πάμφορος, πολύβωλος, πολύκαρπος, πολυλήϊος, πολύσπορος, πολυφόρος, σπερματοῦχος, φοράς, φόριμος, φορός; Italian: proficuo, fruttuoso, produttivo; Latin: fecundus; Latvian: produktīvs, ražīgs, auglīgs, rezultatīvs; Maori: makuru, huākumu; Norwegian Bokmål: fruktbar; Nynorsk: fruktbar; Plautdietsch: fruchtboa; Polish: owocny; Portuguese: produtivo, frutuoso; Romanian: fructuos; Russian: плодотворный, продуктивный, производительный, эффективный, приносящий хорошие результаты; Sanskrit: सफल; Slovene: ploden; Spanish: fértil, prolífico, productivo, fructífero; Ukrainian: продуктивний, плі́дний