σιτεύσιμος

From LSJ
Revision as of 17:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτεύσιμος Medium diacritics: σιτεύσιμος Low diacritics: σιτεύσιμος Capitals: ΣΙΤΕΥΣΙΜΟΣ
Transliteration A: siteúsimos Transliteration B: siteusimos Transliteration C: siteysimos Beta Code: siteu/simos

English (LSJ)

η, ον, of or for feeding: τὸ σ. a fowl stuffed for the table, Lemma to AP9.484 and 486.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτεύσιμος: -η, -ον, = σιτευτός, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ τρέφειν ἢ τρέφεσθαι, Ἐπιγρ. ἐν Ἀνθ. Π. 9. 484 καὶ 486.

Greek Monolingual

-η, -ον, Α σίτευσις
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σίτευση
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σιτεύσιμον
πουλερικό παραγεμιστό.