ἀποδεικτέον

From LSJ
Revision as of 13:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες εὖ → Cunctis memoria est fluxa, quis factum bene est → Vergesslich alle, denen Gutes widerfährt

Menander, Monostichoi, 170
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδεικτέον Medium diacritics: ἀποδεικτέον Low diacritics: αποδεικτέον Capitals: ΑΠΟΔΕΙΚΤΕΟΝ
Transliteration A: apodeiktéon Transliteration B: apodeikteon Transliteration C: apodeikteon Beta Code: a)podeikte/on

English (LSJ)

A one must show, proue, Pl.Phdr.245b. 2 c. dupl. acc., one must make one so and so, σκαπανέα αὐτὸν ἀ. Luc.Vit.Auct. 7.

Spanish (DGE)

1 hay que demostrar ἡμῖν δὲ ἀ. ... τοὐναντίον, ὡς ... Pl.Phdr.245b.
2 c. ac. hay que hacer σκαπανέα γε καὶ ὑδροφόρον αὐτὸν ἀ. Luc.Vit.Auct.7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδεικτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀποδείκνυμι, πρέπει τις νὰ ἀποδείξῃ, Πλάτ. Φαῖδρ. 245Β. 2) μετὰ διπλ. αἰτ., πρέπει τις νὰ καταστήση τινὰ τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, σκαπανέα αὐτὸν ἀπ. Λουκ. Βίων Πρᾶσ. 7

Greek Monotonic

ἀποδεικτέον: ρημ. επίθ. του ἀποδεικνύω·
1. αυτό που πρέπει κάποιος να αποδείξει.
2. με διπλή αιτ., αυτό που πρέπει να κάνει κάποιον να γίνει τέτοιος ή τέτοιος, σε Λουκ.