ῥοδόμελι
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
ιτος, τό, rose-honey, Dsc.5.27, Philagr. ap. Orib.5.17.5, Edict.Diocl.Delph.14, Aët.3.104.
German (Pape)
[Seite 846] ιτος, τό, Rosenhonig, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοδόμελι: -ιτος, τό, μετὰ ῥόδων παρεσκευασμένον μέλι, Ὀρειβάσ. 65 Matth.
Greek Monolingual
το / ῥοδόμελι, ΝΜΑ
νεοελλ.
διάλυμα μελιού και αρώματος από ρόδα, που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική
μσν.-αρχ.
μέλι καμωμένο από ρόδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδον + μέλι.