ἐκζεστός
From LSJ
σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility
English (LSJ)
όν, boiled, τευτλίον Diph. Siph. ap. Ath. 9.371a; θρῖδαξ Did. ap. Aët. 9.42; hardboiled, ᾠά Alex. Trall. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκζεστός: -όν, βρασμένος ἐντελῶς, βραστός, τευτλίον ἢ σευτλίον Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 371Α.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
cocido, bien hervido σευτλίον Diph.Siph. en Ath.371a, ἀργῷ μαγείρῳ πάντα ἐκζεστά Aesop.Prou.146, χοιριδίων τὰς γλώσσας ... ἐκζεστὰς ... ἡτοίμασεν Vit.Aesop.G 51, θρίδακες Didymus en Aët.9.42, ὠά Alex.Trall.2.7.12.
Greek Monolingual
ἐκζεστός, -ή, -όν (AM)
βραστός
αρχ.
(για αβγά) ο βρασμένος ώστε να γίνει σφιχτός.