Δουλιχιεύς
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
habitant ou originaire de Doulichion.
Étymologie: Δουλίχιον.
Spanish (DGE)
(Δουλῐχιεύς) -έως
• Alolema(s): Δουλιχιήτης St.Byz.s.u. Δουλίχιον; Δουλιχιώτης St.Byz.l.c.; fem. Δουλιχίς St.Byz.l.c.
• Morfología: [ac. -ιῆα Od.18.127, gen. -ιῆος Od.18.395]
Duliquieo ét. de Duliquion Od.18.424, ll.cc., Paus.6.15.7, St.Byz.l.c.
Russian (Dvoretsky)
Δουλῐχιεύς: έως, gen. ῆος ὁ уроженец, или житель Дулихия Hom.