βαφεύς
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
English (LSJ)
έως, ὁ, (βάπτω) A a dyer, Pl.R.429d, Diph.72, Plu. Per.12, etc.; the βαφεῖς formed a guild at Thyatira, IGRom.4.1265; also in the νομὸς Ἀρσινοΐτης, PTeb.287.3 (ii A.D.). II gilder, Zos.Alch.p.154B.
Spanish (DGE)
-έως, ὁ
• Morfología: [plu. nom. βαφῆς Pl.R.429d]
1 tintorero Pl.l.c., Diph.72, PCair.Zen.326bis.22 (III a.C.), PMich.Teb.123re.6.16 (I d.C.), TAM 5.945 (Tiatira II d.C.), PTeb.287.3 (II d.C.), POxy.3300.19 (III d.C.), Lib.Or.18.191, glos. offector, Gloss.3.130, infector tinctor, Gloss.2.256
•peluquero que tiñe el pelo, AP 11.398 (Nicarch.).
2 dorador βαφεῖς χρυσοῦ Plu.Per.12, cf. Zos.Alch.154.19.
German (Pape)
[Seite 440] ὁ, der Färber, Diphil. bei Harpocr.; Plat. Rep. IV, 429 d; von Möris als unattisch neben δευσοποιός verworfen, Plut. Num. 17 u. öfter; Nicarch. 9 (XI, 389).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰφεύς: έως, ὁ, (βάπτω) ὁ βάπτων ἐνδύματα κττ., Πλάτ. Πολ. 429D, Δίφιλ. Συντρ. 1, κτλ.· οἱ βαφεῖς φαίνεται ὅτι εἶχον σύνδεσμον ἐν Θυατείροις, Συλλ. Ἐπιγρ. 3496-8, πρβλ. Πράξ. Ἀπ. ιϚ΄, 14, καὶ ἴδε Βοίκχ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3480.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
teinturier.
Étymologie: βάπτω.
Greek Monolingual
ο
βλ. βαφιάς.
Russian (Dvoretsky)
βᾰφεύς: έως ὁ красильщик Plat., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαφεύς -έως, ὁ βάπτω verver; spec.. β. χρυσοῦ vergulder Plut. Per. 12.6.