δορίς

From LSJ
Revision as of 11:48, 29 October 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]para " to "]] para ")

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δορίς Medium diacritics: δορίς Low diacritics: δορίς Capitals: ΔΟΡΙΣ
Transliteration A: dorís Transliteration B: doris Transliteration C: doris Beta Code: dori/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A sacrificial knife, Anaxipp.6.3, Call.Aet.3.1.11.

German (Pape)

[Seite 658] ίδος, ἡ, ein Messer zum Abhäuten (δέρειν) des Schlacht- u. Opferviehes; Poll. 6, 89; VLL.; μάχαιρα μαγειρική Anaxipp. bei Ath. IV, 169 c. Nach Eust. auch = der Opfertisch.

Greek (Liddell-Scott)

δορίς: -ίδος, ἡ, ἡ θυσιαστικὴ μάχαιρα, δορίδες, «μάχαιραι μαγειρικαὶ εἰς τὸ ἐκδεῖραι τὰ θύματα ἐπιτήδειαι», Ἀνάξιππ. Κιθ. 1, Πολυδ. 6. 89., 10. 104, Ἡσύχ.· πρβλ. Δωρίς.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
1 cuchillo para desollar, Anaxipp.6.3, Call.Fr.75.11.
2 mesa o tabla donde se desollaba o troceaba Ael.Dion.δ 28.
• Etimología: Cf. δείρω.

Greek Monolingual

δορίς, η (AM)
μσν.
το θυσιαστήριο, η αγία τράπεζα
αρχ.
μαχαίρι ειδικό για το γδάρσιμο τών ζώων.