ἀπελπιστία
From LSJ
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
English (LSJ)
ἡ, despair, Tz.H. 11.18 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπελπιστία: ἡ, ἀπελπισία, ἀθυμία, Τζέτζ. Ἱστ. 11. 18.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀφελ- Cosm.Ind.Top.2.86, 5.73
1 situación desesperada ἐν τῷ παντελεῖ τῆς ἀπελπιστίας ἐγένετο Tz.Comm.Ar.1.57.22, cf. plu., Tz.H.11.11.
2 desesperación c. gen. καὶ ἑαυτῶν καὶ τοῦ παντός Cosm.Ind.Top.ll.cc.