μεγαλαυχώ

From LSJ
Revision as of 07:35, 9 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἡμᾱς" to "ἡμᾶς")

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

(ΑM μαγαλαυχῶ), -έω) μεγάλαυχος
καυχιέμαι, κομπάζω, υπερηφανεύομαι (α. «ἡ γλώσσα μικρὸν μέλος ἐστὶ καὶ μεγαλαυχεῑ», ΚΔ
β. «κατὰ πάντα δὴ ταῦτα σύ γε μεγαλαυχούμενος», Πλάτ.)
μσν.-αρχ.
(με αιτ.) θεωρώ κάτι ως καύχημα («παρὰ γὰρ τῆς ἐμῆς ταπεινώσεως οὐδὲν ὄφελος κἂν αὐτὸς μεγαλαυχῇς ἡμᾶς ἐξ ἀγάπης», Στουδ. Θεόδ.).