δραστηριώδης
From LSJ
English (LSJ)
ες, = δραστήριος, Gal.12.123 (Comp.).
Spanish (DGE)
-ες
eficaz, activo de plantas usadas como medicamento ἔξωθεν μέντοι κατὰ τοῦ σώματος ἐπιτιθέμενα δραστηριωδέστερα Gal.12.123.
Full diacritics: δραστηριώδης | Medium diacritics: δραστηριώδης | Low diacritics: δραστηριώδης | Capitals: ΔΡΑΣΤΗΡΙΩΔΗΣ |
Transliteration A: drastēriṓdēs | Transliteration B: drastēriōdēs | Transliteration C: drastiriodis | Beta Code: drasthriw/dhs |
ες, = δραστήριος, Gal.12.123 (Comp.).
-ες
eficaz, activo de plantas usadas como medicamento ἔξωθεν μέντοι κατὰ τοῦ σώματος ἐπιτιθέμενα δραστηριωδέστερα Gal.12.123.