ἀναλωτέος
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
α, ον, to be spent, Pl.Lg.847e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνᾱλωτέος: -α, -ον, ρημ. ἐπίθ. τοῦ ἀναλίσκω, ὃν πρέπει τις νὰ ἀναλώσῃ, Πλάτ. Νόμ. 847Ε.
Spanish (DGE)
-α, -ον
que debe ser gastado o consumido de los productos de la tierra, Pl.Lg.847c.
Russian (Dvoretsky)
ἀνᾱλωτέος: adj. verb. к ἀναλίσκω.