δεινοκάθεκτος

From LSJ
Revision as of 22:02, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεινοκάθεκτος Medium diacritics: δεινοκάθεκτος Low diacritics: δεινοκάθεκτος Capitals: ΔΕΙΝΟΚΑΘΕΚΤΟΣ
Transliteration A: deinokáthektos Transliteration B: deinokathektos Transliteration C: deinokathektos Beta Code: deinoka/qektos

English (LSJ)

ον, hard to be repressed, Orph.H.10.6.

German (Pape)

[Seite 538] schwer zusammenzuhalten, Orph. H. 9, 6.

Greek (Liddell-Scott)

δεινοκάθεκτος: ον ὃν δυσκόλως τις δύναται νὰ καθησυχάσῃ ἢ κατάσχῃ, δυσκάθεκτος, Ὀρφ. Ὕμν. 9. 6.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
difícil de reprimir, incontenible Φύσις Orph.H.10.6.

Greek Monolingual

δεινοκάθεκτος, ο (Α)
εκείνος τον οποίο πολύ δύσκολα μπορεί να συγκρατήσει κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεινός + καθεκτός < κατέχω (πρβλ. ακάθεκτος].