επισκεπτήριο

From LSJ
Revision as of 17:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source

Greek Monolingual

το
1. μικρό ορθογώνιο κομμάτι σκληρού χαρτιού όπου είναι γραμμένο το όνομα, η διεύθυνση και οι τίτλοι αυτού που το δίνει ή το στέλνει (γράφοντας κάποιο σύντομο μήνυμα, πρόσκληση κ.λπ.)
2. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο επιτρέπονται επισκέψεις σε στρατώνες, φυλακές, νοσοκομεία κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επι-σκέπτ-ομαι + επίθημα -τήριον (πρβλ. εργαστήριον, σπουδαστήριον). Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στην εφημερίδα Αμάλθεια Σμύρνης].