τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
εὐαυγής, -ές (Α)
ευαγής, λαμπρός, φωτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αυγής (< αύγος), πρβλ. ανταυγής, διαυγής].