ζωοπάροχος

From LSJ
Revision as of 07:30, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source

Greek (Liddell-Scott)

ζωοπάροχος: -ον, παρέχων, χορηγῶν ζωήν, Βυζ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ζωοπάροχος και ζωηπάροχος, -ον)
αυτός που παρέχει, που χορηγεί ζωή, ζωοδότης, αναζωογονητής, ζωογόνος
νεοελλ.
εμψυχωτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -παροχος (< παρέχω), πρβλ. δικαιοπάροχος, πλουσιοπάροχος. Το επίρρ. ζωοπαρόχως μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].