ζαχαρένιος
From LSJ
Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει → Reverens parentum sis, amicis beneficus → Die Eltern ehre, deinen Freunden tue wohl
Greek Monolingual
-α, -ο
1. κατασκευασμένος από ζάχαρη, ζαχαράτος
2. μτφ. γοητευτικός, ευχάριστος, γλυκός.
επίρρ...
ζαχαρένια
με γλυκό τρόπο, γλυκά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζάχαρη + κατάλ. -ένιος (πρβλ. μαστιχένιος, σοκολατένιος)].