ηχώδης

From LSJ
Revision as of 17:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410

Greek Monolingual

ἠχώδης, -ες (Α)
1. (για το εξάμετρο) ηχηρός
2. αυτός που προξενεί ήχο, βόμβο στα αφτιά ή που επιτείνει τον ήχο
3. αυτός που μεταδίδει καλύτερα τον ήχο, που συντελεί στην ευκρινέστερη αντίληψη του ήχου («τῆς ἡμέρας ἠχωδεστέρα ἡ νύξ», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + -ωδης (πρβλ. δυσώδης, ευώδης)].