ικτερογόνος
From LSJ
Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit
Greek Monolingual
-ο
αυτός που προκαλεί ίκτερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτερος + -γονος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυγόνος, καπνογόνος.