Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
ἱλαρῳδός, ὁ (Α)
αυτός που τραγουδά χαρούμενα τραγούδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρός + -ῳδός (< ῳδός, συνηρ. τ. του ἀοιδός «τραγουδιστής»), πρβλ. μελωδός, τραγωδός].