ιχθυηρός

Revision as of 18:09, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἰχθυηρός, -ά, -όν (Α)
1. κατάλληλος να δεχθεί ψάρια
2. ρυπαρός, δυσώδης
3. αυτός που παρασκευάζεται από ψάρια («ἰχθυηρὸν ἔλαιον» Φίλ.)
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰχθυηρά
πάπ. φόρος στα αλιευόμενα ψάρια
5. φρ. α) «ἰχθυηρός ζωμός» — ψαρόσουπα
β) «πύλη ἡ ἰχθυηρά» — πύλη στην οποία πωλούνται ψάρια, ψαραγορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + επίθημα -ηρός (πρβλ. λυπηρός, οδυνηρός)].