ψαρόσουπα

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source

Greek Monolingual

η, Ν
σούπα από ψάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + σούπα].