κακόφημος

From LSJ
Revision as of 18:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόφημος Medium diacritics: κακόφημος Low diacritics: κακόφημος Capitals: ΚΑΚΟΦΗΜΟΣ
Transliteration A: kakóphēmos Transliteration B: kakophēmos Transliteration C: kakofimos Beta Code: kako/fhmos

English (LSJ)

ον, A ill-sounding, ominous, Sch.S.Aj.214; τὸ κ. evil or ominous words, J.BJ6.5.3; of persons, foul-mouthed, Ptol.Tetr.166. Adv. -μως with evil words, abusively, Man.5.323.

German (Pape)

[Seite 1305] von übler Vorbedeutung; – übel berüchtigt, in üblen Ruf bringend, Sp. – Adv., Han. 5, 323.

Greek (Liddell-Scott)

κακόφημος: -ον, κακῶς ἠχῶν, δυσοίωνος, Σχόλ. ἐις Σοφ. Αἴ. 214· τὸ κακόφημον, κακοί, δυσοίωνοι λόγοι, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 6. 5, 3. - Ἐπίρρ. -μως, μὲ κακοὺς, ὀνειδιστικοὺς λόγους, ὑβριστικῶς, Μανέθων 5. 323.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κακόφημος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει κακή φήμη, κακό όνομα, δυσφημισμένος («κακόφημη συνοικία»)
μσν.-αρχ.
αυτός που ηχεί κακώς, που φέρνει κακές ειδήσεις, δυσοίωνος
αρχ.
1. (για πρόσ.) αυτός που έχει γεμάτο στόμα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόφημον
κακοί, δυσοίωνοι λόγοι.
επίρρ...
κακοφήμως (Μ)
με κακούς, δυσφημιστικούς, ονειδιστικούς λόγους, υβριστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -φημος (< φήμη), πρβλ. αγλαόφημος, ψευδόφημος].