καύκαλο

From LSJ
Revision as of 18:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source

Greek Monolingual

το (ΑΜ καύκαλον, Μ και καύχαλον)
νεοελλ.
το όστρακο της χελώνας και το κέλυφος τών οστρακοδέρμων, το καβούκι
νεοελλ.-μσν.
κεφάλι, κρανίο
μσν.
1. το άτομο
2. το ξεροψημένο πάνω μέρος της πίτας ή του ψωμιού
3. το πάνω μέρος του υποδήματος που σκεπάζει τον ταρσό και το μετατάρσιο του ποδιού
αρχ.
μέρος στρατιωτικού αρβύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καύκα + κατάλ. -αλον (πρβλ. κρόταλον, πέταλον)].