κεραμιδόχωμα
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
Greek Monolingual
το
1. χώμα κατάλληλο για την κεραμοποιία
2. σκόνη από τριμμένα κεραμίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμίδι + -χώμα (< χώμα), πρβλ. καστανόχωμα, κουμαρόχωμα].