κεφαλόδεσμος
English (LSJ)
ὁ, A head-band, Sch.A.Supp.121:—Dim. κεφᾰλο-δέσμιον, τό, Sch.Il.14.184.
German (Pape)
[Seite 1428] ὁ, Kopfbinde, Kopfband, Schol. Aesch. Suppl. 115.
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλόδεσμος: ὁ, ταινία τῆς κεφαλῆς· μετὰ ὑποκορ. κεφαλο-δέσμιον, τό, Ἀθαν. π. Παρθεν. σ. 1050, Ἰω. Χρυσ. τ. 1. σ. 295Α, Ἐρωτιαν. 228, κλπ.
Greek Monolingual
ο (Α κεφαλόδεσμος)
κεφαλόδεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -δεσμός (< δεσμός < δέω (II) «δένω»), πρβλ. καρπόδεσμος, σχοινόδεσμος].