καταβρεχτήρας
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
Greek Monolingual
ο
1. το καταβρεχτήρι
2. όχημα με το οποίο καταβρέχουν τους δρόμους για να μη σηκώνεται σκόνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταβρέχω + κατάλ. -τήρ(ας), (πρβλ. ανεμιστήρας, οδοστρωτήρας). Η λ., στον λόγιο πληθ. τ. καταβρεκτήρες, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].